μεταπνέω

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπνέω Medium diacritics: μεταπνέω Low diacritics: μεταπνέω Capitals: ΜΕΤΑΠΝΕΩ
Transliteration A: metapnéō Transliteration B: metapneō Transliteration C: metapneo Beta Code: metapne/w

English (LSJ)

catch one's breath, recover breath, καμάτοιο = from toil Opp.H.5.314.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πνέω), wieder Athem holen oder zu Athem kommen, sich erholen, καμάτοιο, von der Anstrengung, Opp. Hal. 5, 314.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπνέω: ἀναπνέω πάλιν, ἀναλαμβάνω ἀναπνοήν, ἀνακουφίζομαι, καμάτοιο, ἐκ τοῦ κόπου, Ὀππ. Ἁλ. 5. 314.

Greek Monolingual

μεταπνέω (ΑΜ, Α και μεταπνείω)
αναπνέω πάλι, ξαναπαίρνω αναπνοή, ανακουφίζομαι
μσν.
ξαναζώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πνέω «φυσώ»].