μεταστοιχείωση
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μεταστοιχείωσις) μεταστοιχειώ
νεοελλ.
χημ. μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε άλλο είτε αυτομάτως είτε με τεχνητό τρόπο
αρχ.-μσν.
διαφορετική σύνθεση τών μερών τών στοιχείων ή τών μερών ενός σώματος, μεταβολή, μεταμόρφωση, μετάπλαση.