μετεκβιβάζω
From LSJ
English (LSJ)
transfer to another ship, D.C.48.47, v.l. in Th.8.74.
German (Pape)
[Seite 158] weg- und anders wohin bringen; Thuc. 8, 74 (jetzt μετεμβ.); D. Cass. 48, 47.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκβῐβάζω: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ μετεμβιβάζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
μετεκβιβάζω (Α)
μετεμβιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-βιβάζω «εξάγω, εκδιώκω».