μετεμβιβάζω
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
put on board another ship, ἐς ἄλλην ναῦν μ. Th.8.74 (v.l. μετεκβιβάζω); ἐρέτας μ. change the crew, Polyaen.5.41.
German (Pape)
[Seite 158] ἐς ἄλλην ναῦν, auf ein anderes Schiff bringen, Thuc. 8, 74 (v.l. μετεκβ.); ἐρέτας, andere Ruderer an die Stelle der vorigen ins Schiff einsteigen lassen, stellen, Polyaen. 5, 41.
French (Bailly abrégé)
faire passer d'un vaisseau dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐμβιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
μετεμβῐβάζω: пересаживать, перегружать (τινὰ ἐς ἄλλην ναῦν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μετεμβῐβάζω: ἐμβιβάζω, ἐπιβιβάζω εἰς ἄλλο πλοῖον, ἐς ἄλλην ναῦν μ. Θουκ. 8. 74, Δίων Κ. 48. 47· ἐρέτας μ., ἀλλάσσω τὸ πλήρωμα πλοίου, Πολύαιν. 5. 41.
Greek Monolingual
μετεμβιβάζω (ΑΜ)
μσν.
(σχετικά με την ψυχή) μεταφέρω σε άλλον δέκτη, σε άλλο σώμα
αρχ.
1. επιβιβάζω σε άλλο πλοίο
2. φρ. «ἐρέτας μετεμβιβάζω» — αλλάζω το πλήρωμα του πλοίου (Πολύαιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-βιβάζω «μεταφέρω, επιβιβάζω»].
Greek Monotonic
μετεμβῐβάζω: το μτβ. του προηγ., επιβιβάζω σε άλλο πλοίο, σε Θουκ.
Middle Liddell
Causal of μετ-εμβαίνω, to put on board another ship, Thuc.
Lexicon Thucydideum
transferre, to convey across, transport, 8.74.2.