μετεωρία
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ἡ, forgetfulness, Suet.Claud.39, M.Ant. ap. Front.Ep. ad M. Caes. 4.7.
German (Pape)
[Seite 159] ἡ, Leichtsinn, Vergeßlichkeit, oblivio, Suet. Claud. 39.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρία: ἡ легкомыслие, рассеянность Suet.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρία: ἡ, τὸ ὑψηλόν, ἔπαρμα, ὕψωμα, Φίλων Ι, 525, 14. 2) λήθη, ἐπιλησμοσύνη, Sueton. Claud. 39, Aurel. παρὰ τῷ Fronton. εἰς M. Caes. 4. 1.
Greek Monolingual
μετεωρία, ἡ (ΑΜ) μετέωρος
μσν.
πνευματική τάση
αρχ.
1. ψηλός τόπος, ύψωμα
2. απροσεξία, αβλεψία.