μετεωροκοπέω
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
prate about high things, Ar.Pax92 (anap.).
German (Pape)
[Seite 160] von überirdischen Dingen schwatzen u. damit ermüden, Ar. Pax 92.
French (Bailly abrégé)
μετεωροκοπῶ :
battre les airs, càd se perdre dans les nuages, disserter à perte de vue.
Étymologie: μετέωρος, κόπτω.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροκοπέω: ирон. назойливо болтать, бубнить о высоких материях Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροκοπέω: (κόπτω) φλυαρῶ περὶ ὑψηλῶν πραγμάτων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 92.
Greek Monotonic
μετεωροκοπέω: (κόπτω), μέλ. -ήσω, φλυαρώ για υψηλά ζητήματα, σε Αριστοφ.