μετόρχιον

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόρχιον Medium diacritics: μετόρχιον Low diacritics: μετόρχιον Capitals: ΜΕΤΟΡΧΙΟΝ
Transliteration A: metórchion Transliteration B: metorchion Transliteration C: metorchion Beta Code: meto/rxion

English (LSJ)

τό, (ὄρχος) space between rows of vines or fruit-trees, Ar. Pax568, Fr.120.

German (Pape)

[Seite 162] τό, der Raum zwischen den Baumod. Rebenreihen, Ar. Pax 560, wo der Schol. erkl. τὸ μεταξὺ τῶν συμφύτων πεδίον, ἐν ᾡ σῖτος ἢ ἄλλο τι ἔσπαρται.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
intervalle entre deux rangées d'arbres ou de plantations quelconques.
Étymologie: μετά, ὄρχος.

Russian (Dvoretsky)

μετόρχιον: τό полоса между двумя рядами деревьев или насаждений, аллея Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μετόρχιον: τό, (ὄρχος) τὸ μεταξὺ δύο σειρῶν δένδρων ἢ κλημάτων διάστημα· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «μετόρχιόν ἐστι τὸ μεταξὺ τῶν συμφύτων πεδίον, ἐν ᾧ ἢ σῖτος ἢ ἀλλο τι ἔσπαρται», Λατ. interordinium, Ἀριστοφ. Εἰρ. 568, Ἀποσπ. 168.

Greek Monolingual

μετόρχιον, τὸ (Α)
διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο σειρών δέντρων ή κλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ορχιον (< ὄρχος «σειρά οπωροφόρων δέντρων»).

Greek Monotonic

μετόρχιον: τό, χώρος ανάμεσα στις σειρές των αμπελιών, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μετ-όρχιον, ου, τό,
the space between rows of vines, Ar.