μοίραρχος

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

ο
1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου
2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη
3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού της ελληνικής χωροφυλακής, αντίστοιχος προς τον βαθμό του λοχαγού στρατού ξηράς, ο οποίος,μετά την ενοποίηση τών Σωμάτων Ασφαλείας και τη μετονομασία τους σε Ελληνική Αστυνομία, ονομάστηκε αστυνόμος Β'.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + -αρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].