μονόψηφος
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
Dor. μονόψαφος, ον, voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pi.N.10.6; μονοψήφοισι νεύμασιν, of Zeus, A.Supp.373 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 206] mit einem Steinchen, einer entscheidenden Stimme, ξίφος, Pind. N. 10, 6, das Schwert, welches Hypermnestra allein von allen Schwestern nicht zum Morde ihres Gatten gebrauchte, womit sie also allein, für sich eine Entscheidung traf; μονοψήφοισι νεύμασιν σέθεν, Aesch. Suppl. 368.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui décide à lui seul, qui suffit à décider.
Étymologie: μόνος, ψῆφος.
Russian (Dvoretsky)
μονόψηφος: дор. μονόψᾱφος 2
1 по-своему решающий: μονόψαφον ξίφος Pind. меч, решивший по-иному (о мече Гипермнестры, которая, в отличие от своих 49 сестер, сохранила жизнь своему супругу);
2 единолично решающий (νεύματα, sc. Διός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόψηφος: Δωρ. -ψᾱφος, ον, ὁ μόνος του ἀποφασίζων καὶ πράττων τι, οὐδ’ Ὑπερμνήστρα παρεπλάγχθη μονόψαφον ἐν κουλεῷ κατασχοῖσα ξίφος, οὐδὲ ἡ Ὑπερμνήστρα παρέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ ὅτε δι’ ἀνεξαρτήτου ἀποφάσεως (χωρὶς νὰ δώσῃ προσοχὴν εἰς τὰς ἀδελφάς της) ἐκράτησε τὸ ξίφος ἐν τῷ κολεῷ (καὶ δὲν ἐξήγαγεν αὐτὸ κατὰ τοῦ Λυγκέως), Πινδ. Ν. 10. 10· οὕτω μονοψήφοισι νεύμασι, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 373.
Greek Monolingual
μονόψηφος, -ον, δωρ. μονόψαφος (Α)
1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος
2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισόψηφος, πολύψηφος].
Greek Monotonic
μονόψηφος: Δωρ. -ψᾶφος, -ον, αυτός που αποφασίζει να κάνει κάτι μόνος του, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος, κρατώντας το ξίφος της με ξεχωριστό, δικό της σκοπό, λέγεται για την Υπερμνήστρα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μονό-ψηφος, δοριξ μονό-ψᾱφος, ον
voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pind.