νεοσπαδής

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσπᾰδής Medium diacritics: νεοσπαδής Low diacritics: νεοσπαδής Capitals: ΝΕΟΣΠΑΔΗΣ
Transliteration A: neospadḗs Transliteration B: neospadēs Transliteration C: neospadis Beta Code: neospadh/s

English (LSJ)

νεοσπαδές, (σπάω) = νεοσπάς, ν. ξίφος newly drawn from a wound, bloody, A.Eu.42.

German (Pape)

[Seite 244] ές, = νεόσπαστος, ξίφος, Aesch. Eum. 42.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
récemment tiré du fourreau.
Étymologie: νέος, σπάω.

Russian (Dvoretsky)

νεοσπᾰδής: только что извлеченный (из ножен) (ξίφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοσπᾰδής: -ές, (σπάω) = νεοσπάς, ν. ξίφος (ἴσως) τὸ νεωστὶ ἑλκυσθὲν ἐκ τραυματισθέντος σώματος, αἱματόεν, Αἰσχύλου Εὐμ. 42. - Κατὰ τὸν Φώτιον: «νεοσπαδῆ: νεωστὶ τὰ σπάργανα περικείμενον», ἔνθα ἴσως διορθωτέον ἀντὶ νεοσπαδῆ·Ϗ νεοσπάργανον.

Greek Monolingual

νεοσπαδής, -ές (Α)
(ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῖρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπαδής (< -σπας < θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. νευροσπαδής].

Greek Monotonic

νεοσπᾰδής: -ές (σπάω), αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεο-σπᾰδής, ές σπάω
newly drawn, Aesch.