νεόπριστος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
νεόπριστον, (πρίω) fresh-sawn, ἐλέφας Od.8.404.
German (Pape)
[Seite 243] frisch zersägt, zerschnitten, Od. 8, 404, vom Elfenbein.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement scié.
Étymologie: νέος, πρίω.
Russian (Dvoretsky)
νεόπριστος: недавно распиленный (ἐλέφας Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόπριστος: -ον, (πρίω) ὁ νεωστὶ πριονισθείς, ἐλέφας Ὀδ. Θ. 404.
English (Autenrieth)
(πρίω): fresh-sawn, Od. 8.404†
Greek Monolingual
νεόπριστος, -ον (Α)
(επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύπριστος].
Greek Monotonic
νεόπριστος: -ον (πρίω), αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.