νεόπριστος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπριστος Medium diacritics: νεόπριστος Low diacritics: νεόπριστος Capitals: ΝΕΟΠΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: neópristos Transliteration B: neopristos Transliteration C: neopristos Beta Code: neo/pristos

English (LSJ)

νεόπριστον, (πρίω) fresh-sawn, ἐλέφας Od.8.404.

German (Pape)

[Seite 243] frisch zersägt, zerschnitten, Od. 8, 404, vom Elfenbein.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement scié.
Étymologie: νέος, πρίω.

Russian (Dvoretsky)

νεόπριστος: недавно распиленный (ἐλέφας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόπριστος: -ον, (πρίω) ὁ νεωστὶ πριονισθείς, ἐλέφας Ὀδ. Θ. 404.

English (Autenrieth)

(πρίω): fresh-sawn, Od. 8.404†

Greek Monolingual

νεόπριστος, -ον (Α)
(επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύπριστος].

Greek Monotonic

νεόπριστος: -ον (πρίω), αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νεό-πριστος, ον πρίω
fresh-sawn, Od.