σπόριμος
English (LSJ)
ον (ᾱ, ον Hymn.Is. 162; η, ον, v. infr.1.3), (σπείρω)
A sown, to be sown, fit for sowing, αὖλαξ Theoc.25.219; γῆ σ. seed-land, X. HG3.2.10, etc.; so ἡ σ (sc. γῆ) Thphr. HP 6.5.4; σ. ἄρουραι PGiss.28.4 (ii A.D.), etc.; τὰ σ. the corn-fields, Ev.Matt.12.1, Gp.1.12.37; γένοιτο αὐτῷ τὰ σ. ἄσπορα Tab.Defix. in BCH51.149 (Salamis Cypr.); πεδίων σπορίμαν βάσιν, i.e. solid corn-fields, Hymn.Is. l.c.
2 σ. σπέρμα fit for sowing or bearing seed, LXX Ge.1.29.
3 μὴν σ. a month for sowing, Plu.2.378e: metaph., σπορίμη ἡμέρα day of conception, Vett.Val.50.31, Paul.Al.R.1; σπόριμος γένεσις Cat.Cod.Astr.8 (1).244.
4 μέτρον σ. a measure of seed-corn, AP6.95 (Antiphil.).
II Act., αἰδὼς σ., = τὸ αἰδοῖον, Man.3.396.
German (Pape)
[Seite 924] besäet, zu besäen; αὖλαξ, Theocr. 25, 219; γῆ, Xen. Hell. 3, 2, 10, die §. 8 ἀγαθὴ ἐργάζεσθαι heißt; u. Sp.; τὰ σπόριμα, die Saat, N.T.; vgl. πήραν μέτρου σιτοδόκον σπορίμου, Antiphil. 4 (VI, 95); – αἰδὼς σπορίμη, Zeugungsglied, Maneth. 3, 396; – μὴν σπ., der Saatmonat, Plut. Is. et Os. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 prêt ou propre à être ensemencé;
2 qui concerne l'ensemencement : σπόριμος μήν PLUT le mois des semailles;
NT: champs ensemencé ; moisson sur pied.
Étymologie: σπορά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπόριμος -ον [σπόρος] eig. geschikt om bezaaid te worden: bebouwbaar:; σ. αὔλαξ zaaivore Theocr. Id. 25.219; subst. τὰ σπόριμα de zaaivelden, akkers.
Russian (Dvoretsky)
σπόρῐμος:
1 посевной, годный для засева (γῆ Xen.): τὰ σπόριμα NT пашни; ὁ μὴν σ. Plut. месяц посевных работ;
2 подготовленный к посеву (αὖλαξ Theocr.);
3 семянной: μέτρον σπόριμον Anth. мера посевного зерна.
English (Strong)
from σπόρος; sown, i.e. (neuter plural) a planted field: corn(-field).
English (Thayer)
σπόριμον (σπείρω, 2perfect ἐσπορα), fit for sowing, sown (Xenophon, Diodorus, others); τά σποριμα, sown fields, growing crops (A. V. (except in Matt.) corn-fields) (Geoponica 1,12, 37): Luke 6:1.
Greek Monolingual
-η, -ο / σπόριμος, -ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, -ίμη, -ον, θηλ. ποιητ. και -ίμα, Α σπόρος
1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν.
γ. «σπορίμοιο δι' αὔλακος», Θεόκρ.)
2. (για σπόρο ή φυτό) κατάλληλος να σπαρεί, να παραγάγει καρπό («χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα», ΠΔ)
3. (για μήνα ή μέρα) ο κατάλληλος για να γίνει η σπορά
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σπόριμος
γη κατάλληλη για σπορά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σπόριμα
οι σπαρμένοι αγροί
3. φρ. «αἰδὼς σπόριμος» — το πέος.
Greek Monotonic
σπόριμος: -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί, αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος να σπείρει, κατάλληλος για σπορά, σε Ξεν., Θεόκρ.· τὰ σπόριμα, αγροί που είναι σπαρμένοι με σιτηρά, σε Καινή Διαθήκη· μέτρον σπόριμον, μέτρο για τους κόκκους σιτηρών που προορίζονται για σπορά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σπόριμος: -ον, (σπείρω) ὁ σπειρόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ σπείρῃ, κατάλληλος πρὸς σποράν, αὖλαξ Θεόκρ. 25. 219· γῆ σπ., χώρα κατάλληλος πρὸς σποράν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10· οὕτως, ἡ σπ. (ἐξυπακ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 4· τὰ σπόριμα, οἱ ἀγροὶ οἱ πρὸς σπορὰν γεννημάτων κατάλληλοι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 1, Γεωπ. 1. 12, 27· σπορίμων πεδίων βάσιν, δηλ. στερεοὺς σιτοφόρους ἀγρούς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 72. 2) ἐπὶ τοῦ σπόρου, κατάλληλος ὅπως σπαρῇ ἢ ὅπως φέρῃ καρπόν, Ἑβδ. (Γέν. Α΄, 29). 3) μὴν σπ., ὁ μὴν καθ’ ὃν σπείρουσι, Πλούτ. 2. 378Ε. 4) μέτρον σπ., μέτρον σίτου πρὸς σποράν, Ἀνθ. Π. 6. 95. ΙΙ. ἐνεργ., αἰδὼς σπ. = τὸ αἰδοῖον, Μανέθων 3. 396.
Middle Liddell
σπόριμος, ον, σπείρω
sown, to be sown, fit for sowing, Xen., Theocr.; τὰ σπόριμα the corn-fields, NTest.; μέτρον σπ. a measure of seed-corn, Anth.
Chinese
原文音譯:spÒrimoj 士坡里摩士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:播種(過)
字義溯源:撒過種的田地,撒種,麥田,麥地;源自 (σπόρος)=撒播種子;而 (σπόρος)出自 (ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種,撒播。參讀 (ἐπισπείρω / σπείρω)同源字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 麥地(2) 可2:23; 路6:1;
2) 麥田(1) 太12:1