ομοφράδμων

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ὁμοφράδμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο-φράδμων, πολυ-φράδμων.