οἰκημάτιον
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
τό, Dim. of οἴκημα, IG22.2496.11, PCair.Zen.507.29 (iii B. C.), Arr.Epict.1.28.16, Plu.2.145b, PRyl.77.30 (ii A. D.), X.Eph.2.10.
German (Pape)
[Seite 300] τό, dim. von οἴκημα, Zimmerchen; Plut. conj. praec. g. E.; Luc. as. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite chambre, chambrette.
Étymologie: οἴκημα.
Russian (Dvoretsky)
οἰκημάτιον: (ᾰ) τό комнатка Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ οἵκημα, Πλούτ. 2. 145Α.
Greek Monolingual
οἰκημάτιον, τὸ (Α) οίκημα
1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα
2. χαμόσπιτο.