οἰόβατος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
οἰόβατον, (οἶος) lonesome, ὕλη APl.4.231 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 308] allein gehend, einsam, öde, ὕλη, Anyte (Plan. 231).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on va seul, désert, solitaire.
Étymologie: οἶος, βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰόβᾰτος: -ον, μονήρης, ἐρημικός, ὕλη Ἀνθ. Πλαν. 231.
Greek Monolingual
οἰόβατος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μόνος, μονήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύβατος].
Greek Monotonic
οἰόβᾰτος: -ον, μοναχικός, ερημικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
οἰο-βᾰτος, ον,
lonesome, Anth.