οἰόβατος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόβᾰτος Medium diacritics: οἰόβατος Low diacritics: οιόβατος Capitals: ΟΙΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: oióbatos Transliteration B: oiobatos Transliteration C: oiovatos Beta Code: oi)o/batos

English (LSJ)

οἰόβατον, (οἶος) lonesome, ὕλη APl.4.231 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 308] allein gehend, einsam, öde, ὕλη, Anyte (Plan. 231).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on va seul, désert, solitaire.
Étymologie: οἶος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόβᾰτος: -ον, μονήρης, ἐρημικός, ὕλη Ἀνθ. Πλαν. 231.

Greek Monolingual

οἰόβατος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μόνος, μονήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύβατος].

Greek Monotonic

οἰόβᾰτος: -ον, μοναχικός, ερημικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰο-βᾰτος, ον,
lonesome, Anth.