πάντεχνος
English (LSJ)
πάντεχνον, assistant of all arts, παντέχνου πυρὸς σέλας A.Pr.7.
German (Pape)
[Seite 463] alle Künste verstehend, Sp.; aber πῦρ, Aesch. Prom. 7, zu allen Künsten gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
utile à tous les arts.
Étymologie: πᾶν, τέχνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντεχνος -ον [πᾶς, τέχνη] voor alle kunsten geschikt:. παντέχνου πυρὸς σέλας het schijnsel van het vuur, dat bij alle kunsten te pas komt Aeschl. PV 7.
Russian (Dvoretsky)
πάντεχνος: необходимый или полезный во всех ремеслах (πῦρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πάντεχνος: -ον, ὁ πρὸς πάσας τὰς τέχνας χρήσιμος, πυρὸς σέλας Αἰσχύλ. Πρ. 7.
English (Slater)
πάντεχνος, -ον of masterly skill παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας (Pae. 8.65)
Greek Monolingual
-ον, Α
χρήσιμος για όλες τις τέχνες («παντέχνου πυρὸς σέλας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος].
Greek Monotonic
πάντεχνος: -ον (τέχνη), χρήσιμος σε όλες τις τέχνες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πάν-τεχνος, ον, τέχνη
assistant of all arts, Aesch.