πάνωρος
From LSJ
English (LSJ)
πάνωρον, produced in every season, φέρμα A.Supp.690 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 466] zu allen Jahreszeiten reisend, φέρμα, Aesch. Suppl. 690.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de toutes les saisons.
Étymologie: πᾶν, ὥρα.
Russian (Dvoretsky)
πάνωρος: (ᾰ) созревающий в любое время года (φέρμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πάνωρος: -ον, ἐν πάσῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ παραγόμενος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 690.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παράγεται κάθε εποχή του έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὥρα (πρβλ. εύωρος, πολύ-ωρος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνωρος -ον [πᾶς, ὥρα] in elk jaargetij:. φέρματι... πανώρῳ met vrucht in elk jaargetij Aeschl. Suppl. 690.