παιδέρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ,
A = παιδεραστής (paederast, pederast, lover of boys), Telecl.49.
II holm oak, evergreen oak, holly oak, Quercus ilex, Paus.2.10.6 (in pl. παιδὸς ἔρωτες Nic.Fr.74.55).
b = ἄκανθος, Dsc.3.17 (but = ἄκανθα, 4.73).
c chervil, Anthriscus cerefolium, Plin.HN19.170.
2 a kind of opal, ib.37.84, cf. Orph.L. 282.
3 rouge, Alex.98.18, Duris 10 J., Alciphr.1.33, 3.11, etc.
b a vegetable dye of purple hue, PHolm.23.5, al.:—also παιδερώτινον, τό, PLeid.X.96.
German (Pape)
[Seite 439] ωτος, ὁ, 1) nach Poll. 3, 7 bei Teleclid. = παιδεραστής, od. von einem Knaben, wie Eros schön. – 2) eine Pflanze, deren Blüten zu Kränzen geflochten werden; Paus. 2, 10, 5; Diosc. – 3) eine rothe Schminke; Alexis bei Ath. XIII, 568 c; παιδέρωτι τὸ πρόσωπον ὑπαλειφόμενος, XII, 542 d, wie Ael. V. H. 9, 9 u. a. Sp. – 4) Nach Plin. H. N. 37, 22 auch ein Edelstein, eine Art Opal; vgl. Orph. Lith. 280.
Greek (Liddell-Scott)
παιδέρως: -ωτος, ὁ, = παιδεραστής, «ὁ μέντοι παιδέρως Ζεὺς παρὰ τῷ Τηλεκλείδῃ πέπαικται» Πολυδ. Γ΄, 70. ΙΙ. πόα τις, ἧς τὰ φύλλα ὁμοιάζουσι κατὰ τὸ χρῶμα πρὸς τὰ τῆς λεύκης, Παυσ. 2. 10, 5, πρβλ. Διοσκ. 3. 19, Νικ. Ἀποσπ. 2. 55. 2) πολύτιμός τις λίθος, εἶδος ὀπαλλίου, Πλίν. 37. 22, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 280. 3) ἐρυθρὸν χρῶμα εἰς ἔντριψιν, ψιμύθιον, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Ἀθήν. 542D, κτλ.
Spanish
Greek Monolingual
παιδέρως, -ωτος, ὁ (Α)
1. παιδεραστής
2. ποώδες φυτό του οποίου τα φύλλα μοιάζουν ως προς το χρώμα με τα φύλλα της λεύκας και τα άνθη του χρησίμευαν στην κατασκευή στεφανιών
3. είδος πολύτιμου λίθου
4. ερυθρό χρώμα για βάψιμο του προσώπου («παιδέρωτι τὸ πρόσωπον ὑπαλειφόμενος», Αθήνα.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἔρως.
Léxico de magia
ὁ 1 bot. amor de niño nombre aplicado a diferentes especies φόρει περὶ τὸν τράχηλον ἐνθεὶς εἰς τὴν λεπίδα παιδέρωτα βοτάνην llévala alrededor del cuello después de poner en la lámina planta de amor de niño P IV 1828 χαμαίλυκον, νήθουσα, παιδέρως, ἄρις, ..., ἅπαντα ταῦτα σύμβολόν μου πνεύματος tusílago, bonetero, amor de niño, dragontea, todo esto es símbolo de mi espíritu P IV 2307 2 ópalo ὥρᾳ τετάρτῃ μορφὴν ἔχεις ταύρου, γεννᾷς δένδρον καὶ λίθον παιδέρωτα en la hora cuarta tienes forma de toro, engendras un árbol y una piedra ópalo (ref. al sol según las horas) P III 510