παναπήμων
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
παναπήμον, gen. ονος, all-harmless, Hes.Op. 811; of Apollo, AP9.525.17.
German (Pape)
[Seite 456] ον, ganz unschädlich, τινί, Hes. O. 809. So heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 17).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ne cause aucune douleur, aucun mal à, τινι.
Étymologie: πᾶν, ἀπήμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναπήμων -ον [πᾶς, ἀπήμων] geheel vrij van ongeluk.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνᾰπήμων: 2, gen. ονος не причиняющий никакого вреда, совершенно безвредный (τινί Hes., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰπήμων: -ον, ὅλως ἀβλαβής, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 809· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17.
Greek Monolingual
παναπήμων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. εξ ολοκλήρου αβλαβής
2. (για τον Απόλλωνα) αυτός που δεν προξενεί καμία βλάβη, ευνοϊκός, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπήμων «αβλαβής»].
Greek Monotonic
πᾰνᾰπήμων: -ον, εντελώς αβλαβής, σε Ησίοδ., Ανθ.
Middle Liddell
πᾰν-ᾰπήμων, ον,
all-harmless, Hes., Anth.