παράκρουση
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
η / παράκρουσις, -ούσεως, ΝΑ παρακρούω
1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία
2. παραλογισμός, πλάνη
3. παραφροσύνη, τρέλα
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ερμηνεύεται πλημμελώς μια πραγματική αντίληψη ενός εξωτερικού αιτίου, όπως λ.χ. ο ασθενής να εκλαμβάνει τον ψίθυρο ως κραυγή
αρχ.
1. παρεμπόδιση, αναχαίτιση
2. μτφ. απάτη, εξαπάτηση.