παρασημασία
χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
English (LSJ)
ἡ,
A indication, Ptol.Tetr.93, Geog.2.1.7.
II honourable mention, γυνὴ ἀξία -σημασίας Plb.22.20.1.
III qualifying addition (e.g. ὀξυ- in ὀξύκεδρος), cj. in Thphr. HP3.12.3.
German (Pape)
[Seite 497] ἡ, daneben od. dabei gemachtes Zeichen, dabei gemachte Bemerkung, bes. Lob; γυνὴ ἀξία μνήμης καὶ παρασημασίας Pol. 23, 18, 1, u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
παρασημασία: ἡ (одобрительное) упоминание, одобрение (ἄξιος μνήμης καὶ παρασημασίας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασημᾰσία: ἡ, σημείωσις ἢ παρατήρησις ἐν παρόδῳ, Πτολ. Τετράβ. 98, 8. ΙΙ. εὔφημος μνεία, Πολύβ. 23. 18, 1.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ένδειξη, δείγμα, σημάδι
2. σημείωση, παρατήρηση στο περιθώριο
3. καλή φήμη, ανάμνηση, αναφορά («γυνὴ ἀξία παρασημασίας», Πολύβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σημασία.