παρενσαλεύω

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρενσᾰλεύω Medium diacritics: παρενσαλεύω Low diacritics: παρενσαλεύω Capitals: ΠΑΡΕΝΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: parensaleúō Transliteration B: parensaleuō Transliteration C: parensaleyo Beta Code: parensaleu/w

English (LSJ)

swing to and fro, π. τοῖν ποδοῖν Ar.Pl.291; π. πρὸς αὐλόν Philostr.VA2.13.

German (Pape)

[Seite 516] 1) daneben, hinein, hin und her bewegen (?). – 2) intrans., hin und her schwanken; τοῖν ποδοῖν, sich mit den Füßen im Tanze schwingen, Ar. Plut. 291; πρὸς αὐλόν, Philostr. v. Apoll. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

agiter les pieds, battre le sol du pied (pour une danse).
Étymologie: παρά, ἐν, σαλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ενσαλεύω op en neer springen.

Russian (Dvoretsky)

παρενσᾰλεύω: махать, шевелить, дрыгать (τοῖν ποδοῖν Arph.).

Greek Monolingual

Α ενσαλεύω
1. κινούμαι εδώ κι εκεί
2. φρ. α) «μιμούμενος καὶ τοῑν ποδοῖν ὡδι παρενσαλεύων» — τινάζω ψηλά τα πόδια και χορεύω
β) «πρὸς αὐλὸν παρενσαλεύειν» χορεύω κατά την μελωδία του αυλού.

Greek Monotonic

παρενσᾰλεύω: μέλ. -σω, σαλεύω εδώ και εκεί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παρενσᾰλεύω: σαλεύω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, π. τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Πλ. 291· π. πρὸς αὐλὸν Φιλόστρ. 64.

Middle Liddell

fut. σω
to swing to and fro, Ar.