παρθένευμα

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένευμα Medium diacritics: παρθένευμα Low diacritics: παρθένευμα Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΥΜΑ
Transliteration A: parthéneuma Transliteration B: partheneuma Transliteration C: parthenevma Beta Code: parqe/neuma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural,
A παρθενεύματα, pursuits or amusements of maidens, E.Ph.1265: sg., maiden's work, ἱστῶν παρθένευμα Id.Ion 1425.
2 νόθον παρθένευμα child of an unmarried woman, ib.1472.

German (Pape)

[Seite 521] τό, jungfräulicher Stand; νόθον με παρθένευμ' ἔτικτε σόν, deine Jungfrauenschaft, du als Jungfrau, Eur. Ion 1472; im plur. jungfräuliche Beschäftigungen und Vergnügungen, 1425 und Phoen. 1271.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 travail de jeune fille ; au pl. divertissements de jeune fille;
2 condition de jeune fille.
Étymologie: παρθενεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένευμα -ατος, τό [παρθενεύω] meisjeswerk:. ἱστῶν παρθένευμα τῶν ἐμῶν meisjeswerk aan mijn weefgetouw Eur. Ion 1425. ongehuwde staat:. νόθον με παρθένευμ’ ἔτικτε σόν; baarde jouw ongehuwde staat (d.w.z. jij als ongehuwde vrouw) mij als bastaard? Eur. Ion 1473.

Russian (Dvoretsky)

παρθένευμα: ατος τό
1 девичество Eur.;
2 pl. девичьи забавы или занятия Eur.

Greek Monolingual

τὸ, Α παρθενεύω
1. εργασία, δουλειά για κορίτσια
2. στον πληθ. τὰ παρθενεύματα
ασχολίες ή διασκεδάσεις παρθένων, όπως λ.χ. τα κεντήματα, τα ποικίλματα κ.ά.
3. φρ. «νόθον παρθένευμα» — παιδί ανύπαντρης γυναίκας.

Greek Monotonic

παρθένευμα: τό,
1. στον πληθ., ασχολίες ή διασκεδάσεις παρθένων, σε Ευρ.· ομοίως στον ενικ., εργασία μιας παρθένας, στον ίδ.
2. νόθον παρθένευμα, παιδί ανύπαντρης γυναίκας, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀσχολίαι εἰς ἃς καταγίνονται αἱ παρθένοι, ὡς π. χ. κεντήματα, ποικίλματα, κ. τ. τ., Εὐρ. Φοίν. 1265˙ οὕτω καθ’ ἑνικ., ἔργον παρθένου, ἐργασία, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1425. 2) νόθον π., τὸ τέκνον γυναικὸς μὴ ὑπάνδρου (πρβλ. παρθένιος Ι. 2), αὐτὀθι 1472.

Middle Liddell

παρθένευμα, ατος, τό, [from παρθενεύω
1. in plural the pursuits or amusements of maidens, Eur.; so in sg., a maiden's work, Eur.
2. νόθον π. the child of an unmarried woman, Eur.