πεζίτης

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζίτης Medium diacritics: πεζίτης Low diacritics: πεζίτης Capitals: ΠΕΖΙΤΗΣ
Transliteration A: pezítēs Transliteration B: pezitēs Transliteration C: pezitis Beta Code: pezi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = πεζός, Suid.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, = πεζός, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πεζίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = πεζός, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «πεζός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης)].