πενταξός
From LSJ
English (LSJ)
πενταξή, πενταξόν, five-fold, π. στιγμαί five sets of points, Arist.Metaph. 1076b32.
German (Pape)
[Seite 557] (vgl. διξός), fünffach, Arist. metaph. 12, 2.
Russian (Dvoretsky)
πενταξός: пятерной, пяти родов Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πενταξός: -ή, -όν, πενταπλοῦς, πέντε, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 7.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ο πενταπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + επίθημα -ξος, μέσω αμάρτυρου τ. πενταχθjος < αμάρτυρο επίρρ. πενταχ-θ-ά (πρβλ. δι-ξός < διχθjος < διχθά)].