περίπλευρος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
περίπλευρον, covering the sides, κύτος E.El.472 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 588] um die Seiten, die Seiten umgebend, an den Seiten, κύτος, Eur. El. 472.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entoure les côtés.
Étymologie: περί, πλευρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπλευρος -ον [περί, πλευρόν] de zijden bedekkend.
Russian (Dvoretsky)
περίπλευρος: охватывающий бока (κύτος Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καλύπτει τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί-πλευρος].
Greek Monotonic
περίπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που καλύπτει τα πλάγια μέρη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περίπλευρος: -ον, ὁ καλύπτων τὰς πλευρὰς ἢ τὴν πλευράν, κύτος Εὐρ. Ἠλ. 472.