περιστέγω
From LSJ
English (LSJ)
retain heat, etc. by covering, Hp.Acut.21, Thphr. Ign. 19; contain a fluid, Gal.15.709:—Pass., Arist.Pr.900a1, Thphr. CP 1.19.2.
German (Pape)
[Seite 593] ringsum bedecken, verdecken, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στέγω warm houden.
Russian (Dvoretsky)
περιστέγω: покрывать кругом, закрывать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέγω: σκεπάζω πανταχόθεν, περιστέγειν ἱματίῳ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, 11: ― Παθ., ἢ ὅτι περιστεγόμενα μᾶλλον εἰς αὐτὰ δέχεται καὶ κατέχει τὸν ἀέρα; Ἀριστ. Προβλ. 11. 9.
Greek Monolingual
Α στέγω
1. σκεπάζω κάτι ολόγυρα, από παντού
2. περιβάλλω, περιέχω
3. περιστέλλω, συγκρατώ.