περισταλτικός

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισταλτικός Medium diacritics: περισταλτικός Low diacritics: περισταλτικός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peristaltikós Transliteration B: peristaltikos Transliteration C: peristaltikos Beta Code: peristaltiko/s

English (LSJ)

περισταλτική, περισταλτικόν, (περιστέλλὠ clasping and compressing, δύναμις π. the peristaltic action of the bowels, by which their contents are propelled, Gal.Nat.Fac.3.4; also of the bladder, Id.8.404; ἡ π. ἐνέργεια Id.Nat.Fac.3.8; ἡ π. κίνησις Id.UP4.9. Adv. περισταλτικῶς Id.Nat.Fac. 3.4.

German (Pape)

[Seite 593] ή, όν, umfassend und zusammendrückend, δύναμις π., die Kraft des Magens und der Eingeweide, durch die das Verdauungsgeschäft bewirkt wird, Galen. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περισταλτικός: -ή, -όν, (περιστέλλω) ὀ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ περιστέλλῃ, δύναμις π., ἡ συσταλτικὴ καὶ διασταλτικὴ δύναμις τῶν ἐντοσθίων δι’ ἧς ἡ πέψις τελεῖται, Γαλην. 2. 153, κτλ.· ἡ π. ἐνέργεια αὐτόθι 175· ἡ π. κίνησις αὐτόθι 170.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περισταλτικός, -ή, -όν, ΝΑ περιστέλλω
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά τών απεργιών» β. «περισταλτική δύναμη» — η συσταλτική και διασταλτική δύναμη του στομάχου και τών εντέρων με την οποία τελείται η πέψη)
νεοελλ.
φρ. «περισταλτικά κύματα»
(ανατ.-φυσιολ.) αντανακλαστικές κυματοειδείς συσπάσεις του στομάχου, του οισοφάγου και τών εντέρων κατά τη διάρκεια της πέψης με τις οποίες προωθείται το περιεχόμενο τών κοίλων σπλάγχνων που έχουν μυϊκά τοιχώματα, κινήσεις που αρχίζουν από ένα μέρος του μυϊκού τοιχώματος και επεκτείνονται διαδοχικά στα διάφορα μέρη του οργάνου
αρχ.
φρ. «περισταλτικὸς πῆχυς» — τετραγωνικός οικοπεδικός πήχυς, αλλ. περιστατικός πήχυς.
επίρρ...
περισταλτικώς / περισταλτικῶς ΝΑ και περισταλτικά Ν
κατά τρόπο περισταλτικό, κατασταλτικό.