πλουθυγίεια
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ἡ, (πλοῦτος) health and wealth, Ar.V.677, Eq.1091; parox. πλουθυγιεία (guaranteed by metre) Id.Av.731 (anap.).
German (Pape)
[Seite 638] ἡ, Reichtumswohlsein, Reichtum mit Gesundheit verbunden (od., wie Pind. sagt, ὑγίεις ὄλβος, Ol. 5, 23, gesunder, ächter, solider Reichtum); Ar. Equ. 1087 Vesp. 677 Av. 731; vgl. Schol. zur ersten Stelle.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réunion de la fortune et de la santé.
Étymologie: πλοῦτος, ὑγίεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουθυγίεια -ας, ἡ [πλοῦτος, ὑγίεια] rijkdom en gezondheid.
Russian (Dvoretsky)
πλουθῠγίεια: ἡ богатство в сочетании со здоровьем Arph.
Greek Monolingual
και πλουθυγιεία, ἡ, Α
πλούτος και υγεία μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + ὑγιεία/ὑγίεια.
Greek Monotonic
πλουθῠγίειᾰ: ἡ (πλοῦτος), πλούτος και υγιεία, σε Αριστοφ.· παροξύτ. πλουθυγιείᾱ (χάριν μέτρου), στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουθῠγίεια: ἡ, (πλοῦτος) πλοῦτος καὶ ὑγεία, Ἀριστοφ. Σφ. 677, Ἱππ. 1901· παροξ. πλουθυγιεία (χάριν τοῦ μέτρου) ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 731.
Middle Liddell
πλουθ-ῠγίεια, ης, ἡ, πλοῦτος
health and wealth, Ar.; parox. πλουθυγιείᾱ (metri grat.) Ar.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πλοῦτος + ὑγεία. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πίμπλημι καί στή λέξη ὑγιῆς.