πολυϊδρεία

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυϊδρεία Medium diacritics: πολυϊδρεία Low diacritics: πολυϊδρεία Capitals: ΠΟΛΥΪΔΡΕΙΑ
Transliteration A: polyïdreía Transliteration B: poluidreia Transliteration C: polyidreia Beta Code: polui+drei/a

English (LSJ)

ἡ, much knowledge or wisdom, in plural, ἣ πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι Od.2.346, cf. 23.77 (v.l.); πολυϊδρίῃσιν Thgn.703 codd.: later in sg., Call.Aet.3.1.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande science ; prudence, habileté.
Étymologie: πολύϊδρις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυϊδρεία -ας, ἡ, Ion. πολυϊδρείη [πολύϊδρις] wijsheid (plur.).

German (Pape)

ἡ, vieles Wissen, große Kunde, Klugheit; πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν, Od. 2.346, vgl. 23.77.

Russian (Dvoretsky)

πολυϊδρεία: эп.-ион. πολυϊδρείη ἡ обширные знания, многоопытность: νόου πολυϊδρείῃσιν Hom. силой многоопытного ума.

Greek (Liddell-Scott)

πολυϊδρεία: ἡ, γνῶσις πολλῶν πραγμάτων, πολυπειρία, ἐν τῷ πληθ., ἣ πάντα φύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι Ὀδ. Β. 346, Ψ. 77· πολυϊδρίῃσιν Θέογν. 703.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύϊδρις (ποιητ. τ.)
1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία. πολυμάθεια
2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.).

Greek Monotonic

πολυϊδρεία: ἡ, μεγάλη γνώση ή σοφία, σε πληθ.· νόου πολυϊδρείῃσι, σε Ομήρ. Οδ.