πομπά

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. πομπή.

English (Slater)

πομπά (-ά, -άν, -αί, -ᾶν.)
   a (cf. πόμπιμος) sending (home) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” (P. 4.164)
   b (cf. πομπαῖος) escorting (Αἴαντα) θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πμοπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (N. 7.29)
   c procession Τέαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλνωίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν (P. 5.91) ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.46)

Russian (Dvoretsky)

πομπά: ἡ дор. = πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπά Dor. voor πομπή.