ποταμέλγω

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμέλγω Medium diacritics: ποταμέλγω Low diacritics: ποταμέλγω Capitals: ΠΟΤΑΜΕΛΓΩ
Transliteration A: potamélgō Transliteration B: potamelgō Transliteration C: potamelgo Beta Code: potame/lgw

English (LSJ)

Dor. for προσαμέλγω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt προσαμέλγω, Theocr. 1, 26.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμέλγω Dor. voor προσαμέλγω.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμέλγω: дор. Theocr. = * προσαμέλγω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμέλγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + ἀμέλγω.

Greek Monotonic

ποτᾰμέλγω: μέλ. -ξω, Δωρ. αντί προσαμέλγω, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμέλγω: μέλλ. -ξω, Δωρ. ἀντὶ προσαμέλγω, Θεόκρ. 1. 26.

Middle Liddell

ποτ-ᾰμέλγω, fut. ποτ-ᾰμέλξω [doric for προσαμέλγω, Theocr.]