πρατέος
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
α, ον,
A to be sold, for sale, Pl.Lg.849c; γράψον μοι πόσου σοι π. [ὁ ἵππος] PCair.Zen.393 (iii B. C.).
II πρατέον = one must sell, ib.382 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 696] zu verkaufen, verkäuflich, feil, Plat. Legg. IX, 849 c.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de πιπράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρᾱτέος -α -ον [πέρνημι] adj. verb. ter verkoop, te koop.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱτέος: [adj. verb. к πιπράσκω Plat. = πράσιμος.
Greek Monotonic
πρᾱτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που πωλείται, που προορίζεται για πώληση, Λατ. venalis, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει νὰ πωλήσῃ τις, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 849C.
Middle Liddell
verb. adj. of πιπράσκω,]
to be sold, for sale, Lat. venalis, Plat.