προδαῆναι
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
aor. inf. Pass.(with act. sense) from *δάω, know beforehand, προϊδὼν ἠὲ προδαείς Od.4.396; inf., A.R.1.106: redupl. aor. προδέδαεν· προμεμάθηκεν, Hsch.
French (Bailly abrégé)
savoir auparavant, connaître d'avance.
Étymologie: πρό, δαῆναι, inf. ao.2 Pass. de *δάω.
Russian (Dvoretsky)
προδαῆναι: (только part. aor. 2 pass. προδαείς) знать заранее, предчувствовать: προϊδὼν ἠὲ προδαείς Hom. предвидя или предчувствуя.
Greek (Liddell-Scott)
προδαῆναι: ἀπαρ. παθ. ἀορ. (μετὰ σημασ. ἐνεργητ.) ἐκ τοῦ *δάω, προγνωρίζω, γινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς Ὀδ. Δ. 396· ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106. ― Ὁ Ἡσύχ. μνείαν ποιεῖται τοῦ ἐνεργ., προδέδαεν καὶ ἑρμηνεύει: «προμεμάθηκεν».
Greek Monolingual
Α
1. το να γνωρίζει κανείς κάτι εκ τών προτέρων
2. το να μαθαίνει κανείς κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δαῆναι, απρμφ. παθ. αορ. του άχρηστου ρ. δάω «γνωρίζω, μαθαίνω»].
Greek Monotonic
προδαῆναι: απαρ. Παθ. αορ. βʹ (με Ενεργ. σημασία) από *προδάω, γνωρίζω εκ των προτέρων, μτχ. προδαείς, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[aor2 pass. inf. with act. sense from *προδάω]
to know beforehand, part. προδαείς Od.