προεκφέρω

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκφέρω Medium diacritics: προεκφέρω Low diacritics: προεκφέρω Capitals: ΠΡΟΕΚΦΕΡΩ
Transliteration A: proekphérō Transliteration B: proekpherō Transliteration C: proekfero Beta Code: proekfe/rw

English (LSJ)

A put out before, τὴν χεῖρα LXX Ge.38.28.
2 utter, pronounce before, Demetr.Eloc.51.
II Pass., to be carried away headlong, Aristipp. ap. Stob.3.17.17 (s. v.l.); of runners, Chrysipp.Stoic.3.128.

German (Pape)

[Seite 719] (s. φέρω), vorher heraustragen, bes. begraben, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

προεκφέρω: ἐκφέρω, ἐξηγῶ πρότερον, τὴν χεῖρα Ἑβδ. (Γέν. ΛΗϳ, 28)· ἐκφέρω, λέγω πρότερον, Δημήτρ. Φαληρ. 51. ― Παθητ., παρασύρομαι ὁρμητικῶς ὑπό τινος πράγματος, Ἀρίστιππ. παρὰ Στοβ. 157. 12.

Greek Monolingual

Α
1. εκφέρω, βγάζω έξω προηγουμένως κάτι
2. προφέρω, λέω προηγουμένως
3. παθ. προεκφέρομαι
παρασύρομαι ορμητικά από κάτι.