προλυμαίνομαι

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλῡμαίνομαι Medium diacritics: προλυμαίνομαι Low diacritics: προλυμαίνομαι Capitals: ΠΡΟΛΥΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prolymaínomai Transliteration B: prolymainomai Transliteration C: prolymainomai Beta Code: prolumai/nomai

English (LSJ)

destroy beforehand, Plb.2.68.5.

German (Pape)

[Seite 733] dep. med., vorher verderben, Pol. 2, 68, 5.

French (Bailly abrégé)

dévaster auparavant.
Étymologie: πρό, λυμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προλῡμαίνομαι: заранее приводить в негодность или уничтожать (τὸ τῆς συντάξεως ἰδίωμα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προλῡμαίνομαι: ἀποθ., λυμαίνομαι, φθείρω ἐκ τῶν προτέρων, Πολύβ. 2. 68, 5.

Greek Monolingual

Α
φθείρω, καταστρέφω προηγουμένως («πολυμηνάμενοι καὶ συγχέαντες τὸ τοῦ καθοπλισμοῦ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λυμαίνομαι «φθείρω, καταστρέφω»].

Greek Monotonic

προλῡμαίνομαι: αποθ., καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Πολύβ.

Middle Liddell

Dep. to destroy beforehand, Polyb.