προπήγνυμι
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
fix beforehand, pf. imper. Pass., προπεπήχθω πρίν… Paul.Aeg. 6.120. προπεπηγὸς δάκρυον congealed before, Dsc. 3.78 (v.l. προσ-).
German (Pape)
[Seite 739] auch προπηγνύω (s. πήγνυμι), vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen, Sp., wie Diosc.
Greek Monolingual
και προπηγνύω Α
1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως
2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»].