προπήγνυμι

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπήγνυμι Medium diacritics: προπήγνυμι Low diacritics: προπήγνυμι Capitals: ΠΡΟΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: propḗgnymi Transliteration B: propēgnymi Transliteration C: propignymi Beta Code: proph/gnumi

English (LSJ)

fix beforehand, pf. imper. Pass., προπεπήχθω πρίν… Paul.Aeg. 6.120. προπεπηγὸς δάκρυον congealed before, Dsc. 3.78 (v.l. προσ-).

German (Pape)

[Seite 739] auch προπηγνύω (s. πήγνυμι), vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen, Sp., wie Diosc.

Greek Monolingual

και προπηγνύω Α
1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως
2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»].