προσάλληλος

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλληλος Medium diacritics: προσάλληλος Low diacritics: προσάλληλος Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: prosállēlos Transliteration B: prosallēlos Transliteration C: prosallilos Beta Code: prosa/llhlos

English (LSJ)

προσάλληλον,
A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38.
2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr. HP 2.2.8.
3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.

German (Pape)

[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφοροςπροσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατάλληλος, παράλληλος].