προσακροβολίζομαι
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
skirmish with besides, Plb.3.71.10, 11.22.5.
German (Pape)
[Seite 748] hinzu werfen od. schleudern, dazu plänkeln, Pol. 3, 71, 10. 11, 22, 5.
French (Bailly abrégé)
engager de loin une escarmouche.
Étymologie: πρός, ἀκροβολίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσακροβολίζομαι: завязывать стычки, беспокоить (мелкими нападениями) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προσακροβολίζομαι: ἀποθ., ἀκροβολίζομαι προσέτι, Πολύβ. 3. 71, 10, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) ακροβολίζομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀκροβολίζομαι «αψιμαχώ, μάχομαι από μακριά ρίχνοντας βέλη και ακόντια»].
Greek Monotonic
προσακροβολίζομαι: αποθ., ακροβολίζομαι εκ των προτέρων, σε Πολύβ.