προσεμβλέπω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβλέπω Medium diacritics: προσεμβλέπω Low diacritics: προσεμβλέπω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΛΕΠΩ
Transliteration A: prosemblépō Transliteration B: prosemblepō Transliteration C: prosemvlepo Beta Code: prosemble/pw

English (LSJ)

look into besides, ταῖς αὑτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν Plot.4.4.8.

German (Pape)

[Seite 759] dazu hineinsehen, v.l. bei Xen. Cyr. 2, 2, 29.

French (Bailly abrégé)

regarder en outre.
Étymologie: πρός, ἐμβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

προσεμβλέπω: также взглядывать (Xen. - v.l. к προσβλέπω).

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβλέπω: ἐμβλέπω προσέτι, ἡμαρτημένη γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 29· ἴδε Bornem. εἰς Συμπ. τοῦ αὐτοῦ 2, 16.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐμβλέπω
βλέπω προς το εσωτερικό επιπροσθέτως («προσεμβλέπειν ταῖς αὐτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν», Νικ. Χων.).

Greek Monotonic

προσεμβλέπω: μέλ. -ψω, βλέπω δίπλα, ρίχνω μια ματιά επιπλέον, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to look into besides, Xen.