προσεπιρρίπτω
From LSJ
English (LSJ)
throw to besides, ψωμοὺς κυνί Aesop.164.
French (Bailly abrégé)
jeter sans s'arrêter, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἐπιρρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιρρίπτω: продолжать бросать (ψωμοὺς κυνί Aesop.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιρρίπτω: ῥίπτω τι εἴς τινα προσέτι, ψωμοὺς κυνὶ Αἰσώπ. Μῦθ. 338 ἔκδ. Furia.
Greek Monolingual
Α ἐπιρρίπτω
πετώ σε κάποιον κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσεπιρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω επιπλέον, σε Αίσωπ.