προσθάλπω
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
comfort, encourage, τισὶ τὰς γνώμας J.BJ4.3.10.
German (Pape)
[Seite 765] dazu, dabei wärmen, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσθάλπω: περιθάλπω προσέτι, γνώμας τισὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 10.
Greek Monolingual
Α
θερμαίνω, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσθάλπειν τισὶ τὰς γνώμας», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θάλπω «θερμαίνω»].