πρόκακος
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
πρόκακον, exceeding bad, κακὰ πρόκακα evils beyond evils, A. Pers.986(lyr.), cf.990 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 727] sehr schlimm, sehr übel, κακὰ πρόκακα, Aesch. Pers. 948. 951. Vgl. über das Wort, das Einige, wie Erf. Soph. Ant. 1127 ganz verwerfen, Jac. A. P. p. 257.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très mauvais : κακὰ πρόκακα ESCHL maux terribles.
Étymologie: πρό, κακός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκακος -ον [πρό, κακός] heel slecht:. κακὰ πρόκακα λέγεις kwaad op kwaad vertel je Aeschl. Pers. 986.
Russian (Dvoretsky)
πρόκᾰκος: злейший, ужасный (κακὰ πρόκακα Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κακός].
Greek Monotonic
πρόκᾰκος: -ον, υπερβολικά κακός, κακὰ πρόκακα, συμφορές πάνω στις συμφορές, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰκος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν κακός, κακὰ πρόκακα, ὑπερβολικά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 986, 991· πρβλ. πρόγονος ἐν τέλ.
Middle Liddell
πρόκᾰκος, ον,
exceeding bad, κακὰ πρόκακα evils beyond evils, Aesch.