πτεροποίκιλος
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
πτεροποίκιλον, motley-feathered, Ar.Av.249 (lyr., s.v.l.). 1410.
German (Pape)
[Seite 808] mit bunten Federn, Ar. Av. 248. 1411.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes, aux plumes bigarrées.
Étymologie: πτερόν, ποικίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτεροποίκιλος -ον [πτερόν, ποικίλος] met bonte veren.
Russian (Dvoretsky)
πτεροποίκῐλος: с пестрым оперением (ὄρνις Arph.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πτεροποίκιλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλο, πολύχρωμο φτέρωμα, αυτός που έχει πλουμιστά φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ποικίλος (πρβλ. πολυποίκιλος)].
Greek Monotonic
πτεροποίκῐλος: -ον, αυτός που έχει πολύχρωμα φτερά, παρδαλός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πτεροποίκῐλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλα, «παρδαλὰ» πτερά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248. 1410.