πτηνολέτις

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτηνολέτις Medium diacritics: πτηνολέτις Low diacritics: πτηνολέτις Capitals: ΠΤΗΝΟΛΕΤΙΣ
Transliteration A: ptēnolétis Transliteration B: ptēnoletis Transliteration C: ptinoletis Beta Code: pthnole/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, bird-killing, νεφέλη, of a net, AP6.185 (Zos.).

German (Pape)

[Seite 809] ὴ (tem. wie von πτηνολέτης), Vögel verderbend, νεφέλη, Zosim. 3 (VI, 185).

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui perd les oiseaux.
Étymologie: πτηνός, ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

πτηνολέτις: ῐδος adj. f губительная для птиц (νεφέλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πτηνολέτις: -ιδος, ἡ, ἡ τὰ πτηνὰ φονεύουσα, πτ. νεφέλη, ἐπὶ θηρευτικοῦ δικτύου, Ἀνθ. Π. 6. 185.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Μ
αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. του ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδολέτις)].

Greek Monotonic

πτηνολέτις: -ιδος, ἡ (ὄλλυμι), αυτή που σκοτώνει πουλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

πτην-ολέτις, ιδος, ἡ, ὄλλυμι
bird-killing, Anth.