πυλαίος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-α, -ο / πυλαῖος, -αία, -ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη
νεοελλ.
1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το έντερο, τη σπλήνα, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας ρέει προς το ήπαρ
2. φρ. α) «πυλαία φλέβα» — η μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τα παραπάνω όργανα ρέει προς το ήπαρ
β) «πυλαία υπέρταση» — η αυξημένη πίεση στην πυλαία φλέβα και στους κλάδους της, η οποία είναι αποτέλεσμα εμποδίων στη φλεβική ροή προς το ήπαρ
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην πύλη ή μπροστά από την πύλη
2. αυτός που βρίσκεται στις Θερμοπύλες
3. το θηλ. προσωνυμία της Δήμητρος η οποία λατρευόταν στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
4. το θηλ. ως ουσ.πυλαία, ιων. τ. πυλαίη
α) η σύνοδος του αμφικτιονικού συνεδρίου στο ιερό της Δήμητρος στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
β) το αμφικτιονικό συνέδριο
γ) το δικαίωμα συμμετοχής στο αμφικτιονικό συνέδριο με αντιπροσώπους
δ) ο τόπος όπου γινόταν η συγκέντρωση τών αμφικτιόνων
ε) συρροή πλήθους
στ) τόπος, πιθανώς στην Αρκαδία, ο οποίος θεωρούνταν ανεπιθύμητος για τη σπαρτιατική νεολαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη / πύλαι + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πυλαία με τις νεοελλ. του σημασίες «πυλαία φλέβα», «πυλαία υπέρταση» αποτελεί απόδοση τών αγγλ. portal vein και portal hypertension (< λατ. porta «πύλη»)].