πότνα
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
mostly Voc., = πότνια, π. θεά Od. 5.215, 13.391, 20.61 ; π. θεάων h.Cer. 118 (nom.) ; Ὁσία π. θεῶν E. Ba. 370 (lyr.) ; π. Σελάνα Theoc. 2.69, al. ; addressed to a mistress, AP 5.253 (Paul. Sil.), 285 (Id.).
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, = πότνια; πότνα θεάων, H. h. Cer. 118, wie Eur. Bacch. 370; Opp. Cyn. 4, 21; φύσις, Agath. 1 (X, 38). Auch Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61 lies't Bekker richtiger πότνα θεά für πότνια θεά, welches Wolf aufgenommen hat, wo sonst θεά einsylbig zu sprechen ist. Nur nom. u. voc.; daher Theocr. 15, 14 jetzt richtig πότνιαν für πότναν gelesen wird.
French (Bailly abrégé)
seul. nom. et voc. sg.
c. πότνια.
Greek Monotonic
πότνᾰ: ἡ, συντετμ. τύπος του πότνια, πότνα θεά, σε Ομήρ. Οδ.· πότνα θεάων, σε Ομηρ. Ύμν.· πότνα θεῶν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πότνα: ἡ Hom., HH, Eur., Theocr. = πότνια II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότνα, ἡ heerseres (zie ook πότνια).
Middle Liddell
πότνα, ης, ἡ, [shorter form of πότνια
πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.