πότνα
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
mostly Voc., = πότνια, π. θεά Od. 5.215, 13.391, 20.61 ; π. θεάων h.Cer. 118 (nom.) ; Ὁσία π. θεῶν E. Ba. 370 (lyr.) ; π. Σελάνα Theoc. 2.69, al. ; addressed to a mistress, AP 5.253 (Paul. Sil.), 285 (Id.).
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, = πότνια; πότνα θεάων, H. h. Cer. 118, wie Eur. Bacch. 370; Opp. Cyn. 4, 21; φύσις, Agath. 1 (X, 38). Auch Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61 lies't Bekker richtiger πότνα θεά für πότνια θεά, welches Wolf aufgenommen hat, wo sonst θεά einsylbig zu sprechen ist. Nur nom. u. voc.; daher Theocr. 15, 14 jetzt richtig πότνιαν für πότναν gelesen wird.
French (Bailly abrégé)
seul. nom. et voc. sg.
c. πότνια.
Greek Monotonic
πότνᾰ: ἡ, συντετμ. τύπος του πότνια, πότνα θεά, σε Ομήρ. Οδ.· πότνα θεάων, σε Ομηρ. Ύμν.· πότνα θεῶν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πότνα: ἡ Hom., HH, Eur., Theocr. = πότνια II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότνα, ἡ heerseres (zie ook πότνια).
Middle Liddell
πότνα, ης, ἡ, [shorter form of πότνια
πότνα θεά Od.; πότνα θεάων Hhymn.; πότνα θεῶν Eur.