σαρδανάφαλλος

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδανάφαλλος Medium diacritics: σαρδανάφαλλος Low diacritics: σαρδανάφαλλος Capitals: ΣΑΡΔΑΝΑΦΑΛΛΟΣ
Transliteration A: sardanáphallos Transliteration B: sardanaphallos Transliteration C: sardanafallos Beta Code: sardana/fallos

English (LSJ)

γελωτοποιός, Hsch.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. σαρδανάφυλλος, Α
(κατά τον Ησύχ.) γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το επιθ. σαρδάνιος (βλ. λ. σαρδόνιος)].