σαρδανάφαλλος
English (LSJ)
Greek Monolingual
και πιθ. τ. σαρδανάφυλλος, Α
(κατά τον Ησύχ.) γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το επιθ. σαρδάνιος (βλ. λ. σαρδόνιος)].
και πιθ. τ. σαρδανάφυλλος, Α
(κατά τον Ησύχ.) γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με το επιθ. σαρδάνιος (βλ. λ. σαρδόνιος)].