σκεπαστικός
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
σκεπαστική, σκεπαστικόν, = σκεπαστήριος, Arist.GA719b17;
A ἀγγεῖον σ. σωμάτων Id.Metaph.1043a16; σ. ὅπλα Ath.5.193c. Adv. σκεπαστικῶς Hp. Medic.4.
2 metaph., sheltering, BGU1185.8 (i B.C.), OGI665.40 (Egypt, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 892] = σκεπαστήριος; τινός, Arist. metaphys. 7, 2; Hippocr. im adv.; ὅπλα, Ath. V, 193 c; Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεπαστικός -ή -όν [σκεπάζω] bedekkend, beschermend.
Russian (Dvoretsky)
σκεπαστικός: защищающий, оберегающий (τὸ δέρμα Arst.): ἀγγεῖον σκεπαστικὸν χρημάτων Arst. хранилище вещей.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαστικός: -ή, -όν, = σκεπαστήριος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 5· ἀγγεῖον σκ. σωμάτων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 8· σκ. ὅπλα· Ἀθήν. 193C. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 20. 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σκεπάζω
κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]»
(φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για επικάλυψη τραύματος και προφύλαξή του από την επαφή του με τον αέρα
αρχ.
μτφ. αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον.
επίρρ...
σκεπαστικῶς Α
κατά τρόπο σκεπαστικό.