σκυτικός
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
σκυτική, σκυτικόν, (σκῦτος) skilled in shoemaking, Socr.Ep.13: ἡ σκυτική (sc. τέχνη), = σκυτοτομία, Pl.R. 374b, al., Arist.Pr.956b4: -κὴ πλατεῖα Street of Cobblers, IGRom.4.790 (Apamea); παντοπωλεῖα σ. OGI629.78 (Palmyra, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 908] zur Schusterei, zum Schuster gehörig; ὁ σκ., der Schuster, Epist. Socr. 13; ἡ σκυτική, das Schusterhandwerk, Plat. Theaet. 146 d u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cordonnier ; ἡ σκυτική (τέχνη) l'art du cordonnier.
Étymologie: σκυτεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτικός -ή -όν [σκῦτος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτική (sc. τέχνη) het schoenmakersvak.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σκῡτος
1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική
η σκυτοτομική τέχνη.
Greek Monotonic
σκῡτικός: -ή, -όν (σκῦτος), επιδέξιος στην υποδηματοποιία· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = σκυτοτομία, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτικός: -ή, -όν, (σκῦτος) δεξιός, ἔμπειρος, εἰς σκυτοτομικὴν ἢ ὑποδηματοποιίαν, Ἐπιστ. Σωκρ. 13· ἡ σκυτικὴ (ἐξυπακ. τοῦ τέχνη), = σκυτοτομία, Πλάτ. Πολ. 374Β, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
σκῡτικός, ή, όν σκῦτος
skilled in shoemaking:— ἡ -κή (sub. τέχνἠ = σκυτοτομία, Plat.